Ανθρωπιστικές ΜΚΟ: Οι εργασιακές συνθήκες και τα προβλήματα των εργαζομένων

Οι ανθρωπιστικές ΜΚΟ στην Ελλάδα καλούνται να καλύψουν τα εκάστοτε κενά κρατικής πρόνοιας, προσφέροντας υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής στις πλέον ευάλωτες ομάδες, σε μετανάστες και πρόσφυγες, θύματα human trafficking και ενδοοικογενειακής βίας, άστεγους και ναρκομανείς. Το δύσκολο έργο των ΜΚΟ ανθρωπιστικού χαρακτήρα αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με αφοσίωση και προσωπικές θυσίες, εργαζόμενοι συχνά υπό εξαιρετικά αντίξοες και ψυχοφθόρες συνθήκες.

 

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, με κύρια αιτιολογία τα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς, τις καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση και επικαλούμενες τον μη κερδοσκοπικό τους χαρακτήρα, οι ΜΚΟ μειώνουν τις αποδοχές των εργαζομένων και καθιερώνουν τη μερική απασχόληση. Οι τεράστιες ανάγκες καλύπτονται μέσω της επιβεβλημένης πρόσθετης εθελοντικής απασχόλησης των εργαζομένων, όταν βέβαια οι διοικήσεις τους κάνουν τη «χάρη» να τους αναγνωρίσουν ως τέτοιους.

 

Στην πραγματικότητα, στις ανθρωπιστικές ΜΚΟ πλέον σπάνια συναντάμε «εργοδότες» και «εργαζομένους». Σύμφωνα με τις διοικήσεις, οι ανάγκες δαιδαλωδών δομών όπως το άσυλο και η ψυχική υγεία καλύπτονται από «εργολάβους» με μπλοκάκι κι «ελεύθερο ωράριο» ή «εθελοντές», ενώ ενώπιον εργασιακών διεκδικήσεων προτάσσεται ότι είμαστε όλοι «συνεργάτες», αν όχι μια «οικογένεια».

 

Οι διοικήσεις των ανθρωπιστικών ΜΚΟ, που δεν χάνουν ευκαιρία να εκφράσουν σε παντός τύπου δημόσιες εκδηλώσεις πόσο κόπτονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ευπαθών ομάδων, δεν διστάζουν να απασχολούν ανασφάλιστους εργαζομένους ή να καθυστερούν ολόκληρους μήνες την καταβολή των μισθών και την υπογραφή των συμβάσεών. Οι τακτικές αυτές αποτελούν και μοχλό πίεσης απέναντι σε εργαζομένους που αντιδρούν στις απαράδεχτες συνθήκες εργασίας τους, με την απειλή της απόλυσης ή της μείωσης των ωρών απασχόλησής τους.

 

Όταν οι εργαζόμενοι διεκδικούν τα αυτονόητα, η διοίκηση προβαίνει σε κινήσεις που κυμαίνονται από την κατατρομοκράτηση των πλέον ευάλωτων, όπως οι αλλοδαποί εργαζόμενοι ή οι μερικώς απασχολούμενοι, μέχρι τη στοχοποίηση ή την απόλυση συνδικαλιστών και την προσπάθεια διάσπασης της αλληλεγγύης των εργαζομένων, εντάσσοντάς τους σε διαφορετικά προγράμματα ή καθεστώτα αμοιβής και απασχόλησης, δημιουργώντας εργαζομένους «δύο ταχυτήτων».

 

Σε περιπτώσεις συλλογικών διεκδικήσεων ή στις σπάνιες περιπτώσεις που παίρνουν το δρόμο της δικαιοσύνης, οι εργαζόμενοι πληροφορούνται ότι οι ΜΚΟ «δεν φέρουν καμία ευθύνη» για τις απαράδεχτες συνθήκες εργασίας στο εσωτερικό τους. Οι διοικήσεις, παρά τις «άριστες» προθέσεις τους, χάνονται στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας και ισχυρίζονται ότι αγνοούν το εργατικό και ασφαλιστικό δίκαιο, ή αποποιούνται κάθε ευθύνη για τους όρους εργασίας. Κατηγορούν τότε τους χρηματοδότες τους, στους οποίους ψευδώς αποδίδουν ακόμα και την επιβολή της αυτασφάλισης ή τη μη ασφάλιση των εργαζομένων.

 

Δεν απουσιάζουν και οι περιπτώσεις εκείνες όπου ΜΚΟ οδηγούνται στη χρεοκοπία εξαιτίας κακής διαχείρισης, ισχυριζόμενες τότε ότι αδυνατούν να καταβάλουν τα δεδουλευμένα των εργαζομένων, ακόμα και όταν αυτό τους επιβάλλεται από δικαστικές αποφάσεις. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τα στελέχη της διοίκησης να προβούν στη σύσταση νέας ΜΚΟ λίγα χρόνια αργότερα, με ίδιο ή συναφές αντικείμενο, προκειμένου να αξιοποιήσουν την «πολύτιμη εμπειρία» της προηγούμενης εκμετάλλευσης εργαζομένων και της αποτυχημένης διαχείρισης πόρων, αναλαμβάνοντας εκ νέου την υλοποίηση κρατικών και ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

 

Ακόμα και όταν έρχονται στη δημοσιότητα περιπτώσεις κατάχρησης χρημάτων από ΜΚΟ, η συλλήβδην ισοπέδωση του έργου των ΜΚΟ και η καταγγελία όλων ανεξαρτήτως των οργανώσεων επιβαρύνει και πάλι εμάς, τους εργαζομένους. Καλούμαστε να υπερασπιστούμε το πολύτιμο έργο μας απέναντι σε αβάσιμες κατηγορίες και να υποστούμε την καχυποψία του επαγγελματικού ή κοινωνικού μας περιβάλλοντος. Κανείς, ωστόσο, από τους όψιμους κατηγόρους μας δεν φαίνεται να αναρωτιέται ή να ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί για τις πραγματικές συνθήκες εργασίας μας!

 

Επιπλέον, διαστάσεις επιδημίας στο εσωτερικό των ανθρωπιστικών ΜΚΟ φαίνεται να λαμβάνουν οι ποικίλοι ψυχολογικοί εκβιασμοί. Εάν οι εργαζόμενοι αρνηθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, όντας ανασφάλιστοι ή απλήρωτοι, οι διοικήσεις επικαλούνται την κοινωνική ευαισθησία και τα αισθήματα αλληλεγγύης των εργαζομένων τους προς τους ασθενέστερους. Πολύ «βολικά» θυμούνται τότε τους ανήλικους κρατούμενους, τους μετανάστες και ασθενείς που θα μείνουν αβοήθητοι, επειδή οι εργαζόμενοι φέρονται «εγωιστικά» και «αδιάφορα».

 

Η ιδιοτελής επίκληση, όμως, του «εθελοντικού και ανθρωπιστικού» στοιχείου συναντά κάποτε τα όριά της! Η «κοινωνική ευαισθησία» των διοικήσεων εξαντλείται ενώπιον των φακών των δημοσιογραφικών συνεργείων, ενώ απουσιάζει παντελώς όταν πρόκειται για τους μετανάστες ή επισφαλώς εργαζομένους τους.

 

Όλοι εμείς, οι εργαζόμενοι σε ΜΚΟ ανθρωπιστικού χαρακτήρα, επιλέξαμε με κριτήρια ηθικά και ιδεολογικά και με προσωπικές θυσίες να διοχετεύσουμε την εργασιακή μας δύναμη στους συγκεκριμένους κοινωνικούς σκοπούς. Τις ανάγκες των ευπαθών κοινωνικών ομάδων και τους φόβους των πιο ευάλωτων συναδέλφων μας, αλλοδαπών και επισφαλώς εργαζομένων, είμαστε σε θέση να τα γνωρίζουμε καλύτερα από οποιαδήποτε διοίκηση.

 

Με οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν δουλεύουμε, υπό οποιοδήποτε καθεστώς, απαιτούμε απαρέγκλιτο σεβασμό στα εργασιακά μας δικαιώματα, σεβασμό στο πολύτιμο έργο και την εργασία που προσφέρουμε.

 

Τα εργασιακά μας δικαιώματα είναι αδιαπραγμάτευτα και δεν θα πάψουμε να τα διεκδικούμε. Το ΣΒΕΜΚΟ στηρίζει όλες τις διεκδικήσεις εργαζομένων σε ΜΚΟ και καλεί όλους τους συναδέλφους να έρθουν σε επαφή με το Σωματείο μας και να το υποστηρίξουν.

 

Είμαστε εργαζόμενοι, όχι εθελοντές!
Σωματείο Βάσης Εργαζομένων στις ΜΚΟ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *