Στις 20 Νοεμβρίου 2017 ενώπιων του Ειρηνοδικείου Αθηνών εκδικάστηκε η υπόθεση της συναδέλφου Ε.Π. ενάντια στην εργοδοσία της «ΕΚΠΟΣΠΟ Νόστος». Πριν από 3 χρόνια η συνάδελφος και μέλος του Σωματείου Βάσης Εργαζομένων σε ΜΚΟ (ΣΒΕΜΚΟ) κατήγγειλε τη μη υλοποίηση του έργου του Δημοτικού Λαχανόκηπου στο Δήμο Αχαρνών από τη ΜΚΟ και την απαράδεχτη αντιμετώπιση απόρων και ανέργων (τάχα δικαιούχων του Δημοτικού Λαχανόκηπου), καταθέτοντας ταυτόχρονα αγωγή κατά της ΜΚΟ για δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας της που την εξώθησε σε παραίτηση.
Δεν εκπλαγήκαμε με τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε πριν από λίγες μέρες και απορρίπτει τα αιτήματα της συναδέλφου στο σύνολό τους! Η αντιμετώπιση που μας περίμενε στο δικαστήριο ήταν μάλλον αρκετή για να «προδικάσει» το αποτέλεσμα…
Ήδη από το πρωί, στην είσοδο της αίθουσας και «επί της υποδοχής» μας περίμεναν ένστολοι, οι οποίοι ρωτούσαν σχεδόν με αγωνία όποιον/-α έμπαινε στην αίθουσα «αν είχε έρθει για τη δίκη του σωματείου». Μας διευκρίνισαν οι ίδιοι ότι είχαν έρθει με εντολή της ΓΑΔΑ για τη δίκη της συναδέλφου και του ΣΒΕΜΚΟ, επιδεικνύοντας μάλιστα και σχετικό έγγραφο. Από το θερμό αυτό «καλωσόρισμα» δεν γλύτωσαν ούτε οι μάρτυρες, μάλλον για να μπορούν με «ασφάλεια» να καταθέσουν χωρίς φόβο και πάθος στη συνέχεια.
Κατά την έναρξη της δίκης και διά των δικηγόρων μας, καταγγείλαμε τον εκφοβισμό μαρτύρων μέσω της παρουσίας της αστυνομίας και καλέσαμε την έδρα να ζητήσει από την αστυνομία να αποχωρήσει, ώστε να διεξαχθεί η δίκη. Ο δικαστής απάντησε απευθυνόμενος στη μάρτυρα και αναρωτώμενος «γιατί ταραζόμαστε από την παρουσία της αστυνομίας». «Μήπως κινούμαστε στο περιθώριο ή έχουμε κάτι να κρύψουμε»;
Στο ίδιο κλίμα εκτυλίχθηκε όλη η διαδικασία, κατά την οποία συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες, όπως η παρέμβαση σε χώρους δουλειάς, η έκδοση και διανομή ανακοινώσεων και η διαβούλευση με την εργοδοσία χαρακτηρίζονταν (διά στόματος της έδρας) «πρακτικές του περιθωρίου», ενώ ο δικαστής αγανακτισμένος και επιτιθέμενος στη μάρτυρα και τους δικηγόρους μας δεν καταλάβαινε γιατί πρέπει αυτός «να λύσει τα ζητήματα των ΜΚΟ».
Δεν μπορούμε, παρά να αντιστρέψουμε κάποια ερωτήματα:
-Τι έχει να φοβηθεί η δικαστική εξουσία και η εργοδοσία, ώστε να χρειάζεται η κινητοποίηση της αστυνομίας ενώπιον μιας εργαζομένης που καταγγέλλει εργοδοτικές αυθαιρεσίες;
-Η απορρόφηση δημόσιων πόρων για έργα που δεν υλοποιούνται και η άσκηση πιέσεων εκ μέρους της εργοδοσίας στην έγκυο τότε εργαζόμενη να αποσύρει την αγωγή της για να μην υποστεί μήνυση, δεν συνιστούν μαφιόζικες πρακτικές;
-Αν η παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας και η μη τήρηση συμβάσεων με το Δημόσιο δεν αφορά τα δικαστήρια, με τι ακριβώς θα έπρεπε να τα απασχολούμε;
Για εμάς δεν χωρά αμφιβολία ότι και αυτή η περίπτωση εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια ποινικοποίησης των εργατικών αγώνων και αποσκοπεί στον εκφοβισμό εργαζομένων και την ταχύτερη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Ευτυχώς ξέρουμε ότι οι αγώνες δεν δίνονται μόνο στις αίθουσες δικαστηρίων και ότι η αλληλεγγύη μέσω της συνδικαλιστικής δράσης είναι εδώ για να θυμίζει σε κάθε μορφή εξουσίας και τους δορυφόρους της ότι στενεύουν τα «περιθώρια» για την εκμετάλλευση των εργαζομένων.