Η ζωή στις Δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων. Ένα συνεχές πειθαρχικής συμμόρφωσης και κοινωνικού αποκλεισμού

Ως εργαζόμενες/οι σε Δομές Φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις αλλά και εργαζόμενες/οι και χρήστ(ρι)ες στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας θα θέλαμε να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας με στόχο να διανοίξουμε τον δημόσιο διάλογο γύρω από τον πειθαρχικό ρόλο που επιτελούν οι παραπάνω δομές στις ζωές των ασυνόδευτων ανηλίκων ως μια συνέχεια της κριτικής που έχει ασκηθεί για τους χώρους εγκλεισμού μεταναστ(ρι)ών. Αυτό το κείμενο έρχεται ως ελάχιστη ένδειξη συμπαράστασης στην προσπάθεια των ίδιων των παιδιών να εισακουστούν οι φωνές τους που καταγγέλλουν το συνεχές αποκλεισμού που βιώνουν ακόμα και μέσα στους χώρους που καλούνται να νιώσουν “σπίτι“ τους. Από τη θέση μας όσων εργαζόμαστε σε αυτά τα “ σπίτια”,  θεωρούμε σημαντικό να αναδείξουμε τους τρόπους με τους οποίους η εργασιακή επισφάλεια, οι εργασιακές συνθήκες και σχέσεις επηρεάζουν το περιεχόμενο της εργασίας μας, που είναι η υπεράσπιση και η στήριξη στη διαμόρφωση της κοινωνικότητας των ασυνόδευτων ανηλίκων.

Πρόσφατα λάβαμε γνώση για έναν αγώνα που δίνουν τα παιδιά που διαμένουν στον Ξενώνα Εστία της Οργάνωσης Ιατρική Παρέμβαση και που στις 17 Απριλίου υπέβαλαν αναφορά – καταγγελία σε αρμόδιους φορείς1, μεταξύ άλλων και για περιστατικό ακούσιας νοσηλείας ενός εξ αυτών σε ψυχιατρική κλινική ως μέσο πειθάρχησής του.

Σύμφωνα με το κείμενο – καταγγελία του ίδιου του παιδιού, το βράδυ της 12ης Φλεβάρη και μετά από μια λογομαχία σε συνάντηση που είχε με την επιστημονικά υπεύθυνη της δομής (το “Boss” όπως τα παιδιά την αποκαλούν) κλήθηκε η αστυνομία, η οποία και τον μετέφερε με χειροπέδες στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, και χωρίς να του έχει ειπωθεί τίποτα πιο πριν, του ανακοινώνουν οι αστυνομικοί για πρώτη φορά ότι θα παραπεμφθεί για νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική.  Η νοσηλεία του διήρκησε 48 ώρες, κατά την οποία του χορηγήθηκαν φάρμακα με τη βία, μίλησε με ψυχιάτρους επαναλαμβάνοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μαζί με τα άλλα παιδιά στο “σπίτι”, καταλήγοντας σε μία απ’ αυτές τις συναντήσεις αλλά και στο κείμενο του στο εξής : «Έμαθα ένα πράγμα, ότι ποτέ ξανά δεν πρέπει να ζητήσω οτιδήποτε ή να διαμαρτυρηθώ για κάτι μέσα στο σπίτι, γιατί αλλιώς θα με φέρουν εδώ». Να σημειωθεί ότι δεν έμαθε ποτέ σε ποια ψυχιατρική κλινική μεταφέρθηκε, δεν του συνταγογραφήθηκε ποτέ κανένα φάρμακο, είτε πριν είτε μετά τη νοσηλεία του και δεν έχει κανένα ιστορικό ψυχικών διαταραχών.

Πρόκειται για ένα περιστατικό βίαιης και τραυματικής καταστολής ενός ανθρώπου 17 χρονών που εγείρει τουλάχιστον ζητήματα κατάχρησης εξουσίας από την πλευρά της διοίκησης και μέρους του επιστημονικού προσωπικού.

Η ακούσια νοσηλεία, ο ιδρυματισμός ή εκεί που συναντώνται παλαιές και νέες μορφές πειθάρχησης και ελέγχου

 
H ψυχιατρική νοσηλεία που επιβάλλεται σε άτομα που πάσχουν από ψυχική διαταραχή και δεν είναι ικανά να κρίνουν για το συμφέρον της υγείας τους,  έχει εδώ και χρόνια αμφισβητηθεί ως βίαιη καταστολή ατομικών ελευθεριών και χειραφετητικών πρακτικών, ενώ έχει χυθεί πολύ μελάνι για να αποδομηθεί η αναγκαιότητα του εγκλεισμού των ανθρώπων σε ψυχιατρικά ιδρύματα, πόσο μάλλον με ενέργειες που καταστρατηγούν τις προσωπικές τους ελευθερίες και βασικά ατομικά δικαιώματα. 
Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια εργαλειοποίηση της ακούσιας νοσηλείας σε τέτοιο βαθμό που από τη μία επιβεβαιώνει εμφατικά τον κατασταλτικό χαρακτήρα της ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον πειθαρχικό και ελεγκτικό χαρακτήρα του περιβάλλοντος εντός του οποίου νομιμοποιείται. Στην προκειμένη των Δομών Φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων.
Το περιστατικό αυτής της βίαιης ακούσιας νοσηλείας δεν είναι μεμονωμένο και σε καμία περίπτωση αποκομμένο από το δομικό μηχανισμό λειτουργίας των Ξενώνων εν γένει. Υποστηρίζουμε πως η χρήση της δυτικοκεντρικής ψυχολογίας για λόγους συμμόρφωσης σε συνδυασμό με την άκαμπτη επιβολή ενός κανονιστικού πλαισίου στους Ξενώνες δημιουργούν μια ιδρυματοποιημένη συνθήκη καθημερινότητας και χτίζουν ένα περιβάλλον όπου η ακούσια νοσηλεία ως αμιγής μορφή πειθάρχησης όχι απλά νομιμοποιείται αλλά οριακά μοιάζει να είναι μια φυσικοποιημένη μορφή “εκπαίδευσης των ανηλίκων”.
Γιατί σε ένα πλαίσιο όπου τα ζητήματα ζωής ανάγονται σ’ ένα πεδίο “διαχείρισης” και τα παιδιά σε “ωφελούμενους”, για τις ΜΚΟ και τις τρέχουσες μεταναστευτικές πολιτικές, η επιστράτευση της ακούσιας νοσηλείας ως μέσο πειθάρχησης περνάει στα ψιλά. Γιατί σε αυτό το πλαίσιο η ακούσια νοσηλεία επιστρατεύεται αβασάνιστα ως άλλο ένα αναβαθμισμένο μέσο “διαχείρισης” των παιδιών, με την αναλγησία της διοίκησης και μέρους του επιστημονικού προσωπικού πραγματικά να φαντάζει τρομακτική.
Όπως τρομακτική είναι και η απουσία διαπολιτισμικής προσέγγισης σε Ξενώνες που διαβιούν άνθρωποι με διαφορετικές -ακόμα και μεταξύ τους- εθνοτικές καταγωγές και πολιτισμικές συγκροτήσεις. Αυτό που διαιωνίζεται στην ουσία είναι μια νεοαποικοκρατική νοοτροπία που αντιμετωπίζει τα παιδιά ως υποκείμενα που διέπονται από μια και μοναδική ψυχολογία, ως άνθρωποι χωρίς παρελθόν, ως οι άλλοι που χαρακτηρίζονται αποκλειστικά από τη προσφυγική εμπειρία, η οποία και χρήζει διαχείρισης με κάθε μέσο. Υποστηρίζουμε πως αυτό που συντελείται στους Ξενώνες Φιλοξενίας, κάτω από το ανθρωπιστικό προσωπείο των ΜΚΟ, είναι πρακτικές ελέγχου και διαχείρισης, που ευνοούν την κατασκευή ιδρυματοποιημένων ανθρώπων. Υποστηρίζουμε ότι τα ξεσπάσματα των παιδιών και οι αντιδράσεις μέσα στο “σπίτι” τις περισσότερες των περιπτώσεων δεν δηλώνουν κάποια ψυχική αστάθεια ή ασθένεια αλλά είναι το αποτέλεσμα των σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα σε συνθήκες πειθάρχησης και ελέγχου. Η εικόνα αυτή του απροσάρμοστου παιδιού ή ακόμη και βίαιου είναι μια επιπλέον δυτική πολιτισμική κατασκευή.

 

Πώς όμως πραγματώνεται αυτή η νοοτροπία στο επίπεδο της καθημερινότητας στους ξενώνες;
Ένα δομικό χαρακτηριστικό αυτών των ξενώνων είναι η καθημερινή παρουσία του ψυχολόγου μέσα στο χώρο όπου τα παιδιά καλούνται να νιώσουν σπίτι τους. Ο ψυχολόγος, “το υποκείμενο που γνωρίζει”, φέρει την πρώτη και τελευταία λέξη για τη “διαχείριση των ανηλίκων”. Είναι ο ειδικός, με τον οποίον τα παιδιά πρέπει αναγκαστικά να συνευρεθούν, να μιλήσουν για τα “τραύματά τους” και να διαγνωστούν σύμφωνα με τα δυτικά ψυχομετρικά εργαλεία αξιολόγησης της προσωπικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο η απόδοση ψυχικών διαταραχών αν όχι ασθενειών, με την συνακόλουθη χορήγηση φαρμάκων, σε πολλές των περιπτώσεων, είναι η επικρατέστερη λύση για τη “διαχείριση της προσφυγικής εμπειρίας” που οργανώνεται στη βάση μιας διαφορετικής θυμικής οικονομίας.
Στο σχεδιασμό αυτού του μηχανισμού “διαχείρισης των ωφελούμενων“ προφανώς και δεν λαμβάνονται υπόψιν οι διαφορετικές πολιτισμικές συγκροτήσεις του εαυτού. Δομείται ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι/ες έρχονται αντιμέτωποι με μια σύνθετη πολιτισμική γραμματική ασύμμετρη με τις δικές τους προσλαμβάνουσες, με αφηγήσεις και πολιτισμικές πρακτικές που είτε δεν θέλουν είτε δεν έχουν χρόνο να κατανοήσουν και που με φυσικότητα καταλήγουν σε συμπεράσματα του τύπου «τα παιδιά είναι κακομαθημένα», «είναι χειριστικά», «θέλουν να περνάει το δικό τους». Ασφαλώς η ψυχιατρικοποίηση των συμπεριφορών των παιδιών που “παραφέρονται” δεν είναι η μόνη λύση. Άλλη προσφιλής τακτική είναι η απειλή ή και η κλήση στην αστυνομία. Δεν είναι λίγες οι φορές που εκστομίζεται η απειλή της παρέμβασης της αστυνομίας για την συμμόρφωση των παιδιών στο κανονιστικό πλαίσιο του Ξενώνα.
Και αυτό το κανονιστικό πλαίσιο του Ξενώνα, επεκτείνεται και ορίζει κάθε πτυχή της καθημερινότητας των παιδιών. Από το πρωινό τους ξύπνημα, πολλές φορές με φωνές, τα άκαμπτα ωράρια της σίτισης τους (πρωινό, δεκατιανο, μεσημεριανό, απογευματινό, βραδινό), μέχρι την ώρα του ύπνου τους, η ζωή στους ξενώνες γίνεται μία αφόρητη επανάληψη της μιζέριας των ανθρώπων που εμπνεύστηκαν αυτούς τους κανόνες.
Κανόνες λειτουργίας των ξενώνων, κανόνες φαγητού, κανόνες παντού ή ..business ae usual!
Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν υποστηρίζουμε μια εγγενή αντίθεση προφανώς στους κανόνες, αλλά θέλουμε να αμφισβητήσουμε τους λόγους για τους οποίους συντάσσονται οι συγκεκριμένοι, τους τρόπος με τους οποίους εφαρμόζονται και τον ρόλο που τελικά επιτελούν στην καθημερινότητα και τη ζωή των παιδιών.
Η κυρίαρχη αφήγηση που νομιμοποιεί την επιβολή των συγκεκριμένων κανόνων, δεν είναι άλλη από την αναπαραγωγή της δυτικής εννοιολόγησης περί ανηλικότητας. Πρόκειται για άτομα που είναι ανήλικα και που χρήζουν διαπαιδαγώγησης και πειθάρχησης με όλες τις συμβολικές συνδηλώσεις της παθητικότητας που αυτή η εννοιολόγηση φέρει. Τι κι αν αυτά τα παιδιά διαφέρουν πολύ από το πρότυπο του ευρωπαίου/ ντόπιου εφήβου κι έχουν πάρει προ πολλού τη ζωή στα χέρια τους φέροντας τεράστια ευθύνη για τους ίδιους και πολλές φορές για την οικογένεια τους.
Με τους κανόνες να οικοδομούνται στη βάση της παραπάνω διαπίστωσης, στην πράξη και κυρίως με τον άκαμπτο και αυστηρό τρόπο με τον οποίο συνήθως επιβάλλονται αυτοί οι κανόνες, όχι μόνον ομογενοποιούν τις ανάγκες ανθρώπων με μεγάλες -και μεταξύ τους- πολιτισμικές διαφορές αλλά επιπρόσθετα τους αδρανοποιούν, εφόσον το προνόμιο της δράσης το έχουν αυτοί που διαχειρίζονται και διευθύνουν τον ξενώνα, πράγμα που μεταξύ άλλων συνάδει και στην ανάδειξη της πολιτισμικής υπεροχής των γηγενών .
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κανονιστικό πλαίσιο σε σχέση με τη σίτιση.
Η εκπαίδευση των ‘’ωφελούμενων’’ συνίσταται στο να προσέρχονται συγκεκριμένες ώρες για τη διανομή του φαγητού, να μην αιτούνται φαγητό πέραν αυτού που τους προσφέρεται και πέραν του προκαθορισμένου ωραρίου ακόμα κι όταν προβάλλουν σοβαρούς λόγους για τους οποίους δεν προσήλθαν έγκαιρα στην κουζίνα. Όμως ενώ οι κανόνες σε σχέση με τη σίτιση υποτίθεται πως είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία του ξενώνα, εντούτοις το φαγητό δεν είναι απλά ένα ζήτημα τεχνικής φύσεως λειτουργίας μια δομής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως όλες οι εντάσεις προκύπτουν στην κουζίνα και με επίδικο το φαγητό, εφόσον το ζήτημα του φαγητού είναι ταυτόχρονα ζήτημα διαπραγμάτευσης της ταυτότητας. Η ανάλυση του συγκεκριμένου θέματος ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, αλλά θα θέλαμε σημειακά κ μόνο να θέσουμε την ερώτηση του τι θα σήμαινε για τους/τις εαυτές μας αν π.χ. καθημερινά μας προσφερόταν φαγητό χωρίς καμία δυνατότητα επιλογής, συγκεκριμένη ώρα κάθε ημέρας και για μεγάλο χρονικό διάστημα. 
 
Επιπλέον οι “ωφελούμενοι” αποκλείονται από την κουζίνα εκτός από τις ώρες των γευμάτων, όπου και είναι μόνιμα υπό επίβλεψη. Ακόμη κι όταν επιτρέπεται η είσοδος απαγορεύεται η οικειοποίηση του χώρου, απαγορεύεται να κάνουν χρήση κάποιου σκεύους π.χ. για να στύψουν ένα χυμό ή να χρησιμοποιήσουν μπαχαρικά προκειμένου να παρέμβουν στο φαγητό που τους προσφέρεται και το οποίο είναι προσαρμοσμένο στις ελληνικές διατροφικές συνήθειες. Δικαιούνται ένα φρούτο την ημέρα και όχι δύο και μόνο κατά τη διάρκεια του απογευματινού, δύο φακελάκια τσάι ( ένα κατά τη διάρκεια του πρωινού και ένα κατά τη διάρκεια του απογεματινού), ένα ποτήρι χυμό μία φορά την εβδομάδα. Δεν επιτρέπεται να πάρουν το φρούτο ή το τσάι στο δωμάτιό τους ή οτιδήποτε άλλο. Δεν επιτρέπεται να φέρουν αναψυκτικό από έξω, δεν επιτρέπεται να φέρουν φαγητό από έξω. Κουραστήκατε μόνο που τα διαβάζετε; Και είναι κάποιοι από τους πολλούς κανόνες και μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με τη σίτιση.
Με άλλα λόγια, το “σπίτι” δεν γίνεται εκείνο το πεδίο όπου μπορεί να οργανωθεί και να εκδηλωθεί συμβολικά και υλικά μια δυναμική κοινωνική ζωή, ένα νοητικό και υλικό καταφύγιο όπου τα παιδιά θα αισθάνονται εκείνη την ασφάλεια για να προβάλλουν την ταυτότητα τους μέσα από τις διαπολιτισμικές και διακοινωνικές τους συναναστροφές. Αντιθέτως αποτελεί ένα εχθρικό περιβάλλον, από το οποίο προσπαθούν να προστατευτούν αμυνόμενα με διάφορους τρόπους : από το να μην συμμετέχουν στην ομαδική καθαριότητα του σπιτιού που γίνεται μια φορά την εβδομάδα, από το να είναι προσκολλημένα στα κινητά τους μέχρι το να αντιδρούν πετώντας στα σκουπίδια το φαγητό και να δείχνουν αδιαφορία για κάθε ομαδική δραστηριότητα.
Ασφαλώς όλες αυτές οι αντιδράσεις, αντιμετωπίζονται τις περισσότερες φορές από το προσωπικό ως ενδείξεις της εκρηκτικής εφηβικής ηλικίας των παιδιών, ως ενδείξεις ότι τα παιδιά «δεν ξέρουν τι θέλουν και είναι κακομαθημένα», ενώ κάποιοι από το επιστημονικό προσωπικό προβαίνουν σε επιδεικτικές κινήσεις αυταρχισμού ως αντίποινα για τις προαναφερθείσες αντιδράσεις με το να απαγορεύουν ανά περίπτωση την έξοδο από το σπίτι, με το να αρνούνται ανά περίπτωση την χορήγηση του pocket money (το μηνιαίο και μηδαμινό χαρτζιλίκι των παιδιών, τα 30 ευρώ) ή ακόμη με το να βάζουν τα παιδιά να καθαρίζουν τις τουαλέτες λες και βρίσκονται σε κάποιο στρατόπεδο.
Όλα τα παραπάνω συνάδουν στην θυματοποίηση των παιδιών και τη διαχείρισή τους με τακτικές και συμπεριφορές που υποσκάπτουν μια ευρύχωρη θέαση των σύνθετων βιογραφιών και εμπειριών τους. Όλα τα παραπάνω, συντείνουν σε ένα διευρυμένο αίσθημα ιδρυματοποίησης, ανασφάλειας και φόβου. Τα παιδιά δεν αντιμετωπίζονται ως δρώντα υποκείμενα καθόλα ικανά να διαμορφώσουν το παρόν τους και την καθημερινότητά τους μέσα στον ξενώνα, πόσο μάλλον να διαμορφώσουν το μέλλον τους, να διαμορφώσουν την κοινωνικότητά τους, να αλληλεπιδράσουν με το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο ζουν. 
 
Το περιεχόμενο της επισφαλούς εργασίας στις ΜΚΟ και η “διαχείριση των ανηλίκων”. Εύθραυστες ισορροπίες και δομικές αντιφάσεις ή ..ποιος τελικά πληρώνει τα σπασμένα ;
Όπως και στην πλειοψηφία των ΜΚΟ, η εργασία στην Ιατρική Παρέμβαση συνιστά μία συνεχή συνθήκη επισφάλειας. Στην αλλαγή των συμβάσεων από πλήρη σε εκ περιτροπής απασχόληση, στις καθυστερήσεις δεδουλευμένων (εως και τρεις-τέσσερις μήνες), στην έλλειψη ενημέρωσης από την πλευρά της διοίκησης προς το προσωπικό για αυτές τις καθυστερήσεις, στην αιφνίδια αλλαγή της εργασίας μεγάλης μερίδας εργαζομένων από 5νθήμερη μόνο τα σαββατοκύριακα, στις απολύσεις εν είδη «λήξης της σύμβασης», αποκαλύπτεται η κανονιστική βία με την οποία ενδύεται το ανθρωπιστικό προσωπείο της Ιατρικής Παρέμβασης.
Η ταύτιση με την εργοδοσία είναι ένας από τους τρόπους που η συγκεκριμένη διοίκηση επιβάλλει τις παραπάνω εκμεταλλευτικές σχέσεις εργασίας. Ο δεύτερος τρόπος, διάχυτος σε μεγάλο μέρος του προσωπικού, είναι η υποδαύλιση του ανταγωνισμού τόσο ανάμεσα στην ψυχοκοινωνική υπηρεσία και το χαμηλόβαθμο προσωπικό, δηλ τις φροντίστ(ρι)ες, τους νυχτερινούς, τις μαγείρισσες και καθαρίστριες, όσο και ιδιαιτέρως μεταξύ αυτού του ίδιου του χαμηλόβαθμου προσωπικού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα εβδομαδιαία meetings, όπου τον πρώτο λόγο έχει η επιστημονικά υπεύθυνη μαζί με τον ψυχολόγο, όπου και γίνεται η «διαχείριση του κάθε περιστατικού» στον ξενώνα. Κι ενώ πρόκειται για συναντήσεις που από κοινού εργαζόμενες/οι από διαφορετικές θέσεις και οπτικές θα όφειλαν να προσπαθούν να επεξεργαστούν προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και να βρουν λύσεις, αυτό που επικρατεί είναι οι νουθεσίες του «να είμαστε μια ομάδα για το καλό των παιδιών» και οι ταυτόχρονες σε έντονο ύφος επιπλήξεις όσων φροντιστ(ρι)ών θέτουν προβληματισμούς και αμφισβητούν τους τρόπους “διαχείρισης περιστατικών και κρίσεων”, εφόσον πρόκειται για ειδικότητες που “δεν έχουν τη γνώση”. Μάλλον καλύτερα, πρόκειται για ειδικότητες που απαγορεύεται να έχουν και κάποια γνώση κι επομένως άποψη για τις εκάστοτε διαχειρίσεις. Ο ρόλος τους είναι να δίνουν πληροφορίες που αφορούν τα παιδιά στην ψυχοκοινωνική υπηρεσία, μιας και οι φροντίστριες είναι αυτές που έχουν την καθημερινή τριβή με τους “ωφελούμενους”, και στη συνέχεια να εκτελούν τους τρόπους διαχείρισης, τους οποίους η ψυχοκοινωνική υπηρεσία που “γνωρίζει”, αποφασίζει. Επομένως, στα εβδομαδιαία meetings αυτό που επικρατεί τελικά είναι εκείνες οι πρακτικές που στοχεύουν στον πληρέστερο έλεγχο του εργατικού δυναμικού ενώ ταυτόχρονα επιβάλλονται οι τρόποι “διαχείρισης των ανηλίκων”, αντί να δίνεται ο χώρος για να αναλαμβάνονται ουσιαστικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και τα οποία συνήθως είναι δομικής φύσεως και όχι διαχειριστικής.
Ένα επιπλέον παράδειγμα του πώς οι εργασιακές συνθήκες και σχέσεις επηρεάζουν το περιεχόμενο της εργασίας είναι οι περιπτώσεις που η φροντίστρια καλείται να επιβάλλει την τήρηση των κανόνων λειτουργίας της δομής. Αυτό πέρα από τα προφανή σημαίνει ταυτόχρονα ότι καλείται π.χ. στην περίπτωση της σίτισης να μετρά τις μπουκιές των παιδιών, να επιβάλλεται στα παιδιά προκειμένου να πάρουν ένα κι όχι δύο μήλα, το κέικ και όχι την μπανάνα. Με άλλα λόγια οφείλει να παίζει γενικότερα το ρόλο του «μπαμπούλα» ώστε «κατόπιν να έρθει η ψυχοκοινωνική υπηρεσία να παρέμβει φροντιστικά». Η μη συμμόρφωση σε αυτόν το ρόλο προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις και συναδέλφων, που νιώθουν ότι γίνονται «οι κακές» απέναντι στα παιδιά, με αποτέλεσμα ο έλεγχος που ασκείται να είναι τελικά άμεσα και οριζόντιος. Η ασκούμενη αυτή πίεση μπορεί να οδηγήσει εύκολα την εργαζόμενη να πράττει όχι με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού αλλά με γνώμονα την αποφυγή της δυσμενούς αξιολόγησης από συναδέλφους και διοίκηση και την τήρηση ισορροπιών στις συναδελφικές σχέσεις.
Μέσα σε αυτό το αποπνικτικό πλαίσιο, ο κάθε εργαζόμενος της Οργάνωσης μαθαίνει να μην μιλάει, να ακούει, να συμμορφώνεται και να σιωπά. Δομείται ένα περιβάλλον που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε κάποιες των περιπτώσεων, επίσης περιβάλλον ιδρυματοποίησης και για τις ίδιες τις εργαζόμενες. Έτσι, κάθε πτυχή της σχέσης των εργαζόμενων με τα παιδιά αναδιατάσσεται διαρκώς και ελέγχεται. Ο κάθε εργαζόμενος οφείλει να μην χτίζει σχέσεις με τα παιδιά και να κάνει ό,τι προβλέπει το καθηκοντολόγιό του με έναν τρόπο αυτοματοποιημένο. Κάθε έννοια αλληλεγγύης, αυτενέργειας, χειραφέτησης και κριτικής διερώτησης για τα τεκταινόμενα στους Ξενώνες, τόσο από την πλευρά των εργαζομένων όσο και από αυτή την παιδιών, υπονομεύεται και καταστέλλεται με «προειδοποιήσεις», με αλλαγές στις συμβάσεις, με απειλές για έξωση από τον ξενώνα, με απειλές για (ανυπόστατες) νομικές κυρώσεις κ.ό.κ. Και αυτή η εργασιακή συνθήκη της επισφάλειας, σε όλα αυτά τα επίπεδα, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την μακροχρόνια σταθερή οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης εργαζομένων και παιδιών που θεωρείται το σημαντικότερο εργαλείο για την συναισθηματική ενδυνάμωση των παιδιών και την διαμόρφωση της κοινωνικότητάς τους.
Με λίγα λόγια κάθε τι που συμβαίνει στους ξενώνες νομιμοποιείται με την αφομοίωσή του και την κατάλληλη μετάθεσή του προς ένα συμμορφωτικό υπηρεσιακό πλαίσιο αναφοράς. Σε αυτό το πλαίσιο η αποπομπή παιδιών σε καμπ ή σε ξενώνες εκτός του αστικού ιστού επιφυλάσσονται συχνά για τα ‘’ασυμμόρφωτα’’ παιδιά.
Αυτό το κείμενο προσβλέπει να λειτουργήσει προειδοποιητικά ώστε να μην πληρώσουν τα σπασμένα και πάλι τα παιδιά που αντιστέκονται στις τιμωρητικές πρακτικές και στους ιδρυματικούς κανόνες λειτουργίας των Δομών Φιλοξενίας, και εν προκειμένω εκείνα που κατήγγειλαν μεταξύ άλλων και το περιστατικό της ακούσιας νοσηλείας. Γιατί ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδεδειγμένη η απομάκρυνση κάποιου παιδιού από το προβληματικό περιβάλλον ενός Ξενώνα, η πραγματικότητα που βιώνουν όσων απομακρύνονται, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι διαφορετική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και πάλι μόνο τιμωρητικά θα μπορούσε να βιωθεί από το ίδιο το παιδί, αν αναλογιστεί κανείς την ατελείωτη ταλαιπωρία που κάτι τέτοιο θα συνιστούσε: Να μπει εκ νέου σε λίστα αναμονής μέχρι να βρεθεί διαθέσιμη θέση σε άλλον Ξενώνα, να υποβληθεί εκ νέου σε σειρά ιατρικών εξετάσεων, να χρειαστεί και πάλι να ξεκινήσει από το μηδέν χτίζοντας εκ νέου σχέσεις και την προοπτική του σ’ ένα ανοίκειο περιβάλλον, που δεν θα διαφέρει και ουσιαστικά από αυτό στο οποίο διαμένει ήδη, όπου τουλάχιστον έχει χτίσει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον φιλικών σχέσεων με τα άλλα παιδιά. Να μπει στη μαύρη λίστα ως ένα παιδί που δημιουργεί προβλήματα και άρα να καταλήξει τελικά αντί σε Ξενώνα σε κάποιο καμπ, όπως και τόσοι άλλοι συνομήλικοί του.
Συμπερασματικά…
τα παιδιά που αντιστέκονται, μας αφήνουν μια σπουδαία παρακαταθήκη : Με την δράση τους στο επίπεδο της καθημερινότητας, αποκαλύπτουν την συλλογική ωφελιμότητα της μετατροπής των χώρων ιδρυματοποίησης σε χώρους όπου είναι δυνατή η έκφραση χειραφετητικών αιτημάτων και πρακτικών. Εν τέλει, στις εμπειρίες των παιδιών στις δομές φιλοξενίας, χαρτογραφούνται τα μονοπάτια ενός νέου κόσμου δομημένου στις αρχές της αυτοδιάθεσης, της αλληλεγγύης, της χειραφέτησης και της ελευθερίας, έναν κόσμο τον οποίο οφείλουμε να υπερασπιστούμε.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαία η διεκδίκηση ορατότητας των μοριακών αντιστάσεων τόσο των χρηστών των υπηρεσιών στους Ξενώνες όσο και των ίδιων των εργαζόμενων σε αυτούς, σε μια κατεύθυνση διεκδίκησης αξιοπρεπών συνθηκών τόσο εργασίας όσο και διαβίωσης.
Υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαία η στροφή προς μια πραγματικά κοινοτικά βασισμένη δομή λειτουργίας των Ξενώνων, χωρίς καμιά σωματική ή ψυχοκοινωνική καταστολή, με ισότιμη σχέση εργαζομένων και παιδιών.
Εν τέλει, υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαία η δημιουργία διαπολιτισμικών και χειραφετητικών δομών που θα ευνοούν τη συγκρότηση μορφών δυναμικής κοινωνικής ζωής από και για τα ίδια τα ασυνόδευτα παιδιά και που θα δημιουργούν ρεαλιστικές προοπτικές για την πραγματική κοινωνική τους ένταξη. 
1 Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Εισαγγελέα Ανηλίκων του Πρωτοδικείου Αθηνών, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας, Τμήμα Α’ της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας, Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές, Συνήγορο του Πολίτη, Συνήγορο για το Παιδί, Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι