Εν μέσω της κατάστασης που καθημερινά διαμορφώνεται λόγω της εξάπλωσης του κορονοϊού, το κείμενο αυτό αποσκοπεί στην έκφραση της δικής μας πολιτικής τοποθέτησης, ενόψει και της διακλαδικής απεργίας της 19ης Μαρτίου.
Όλα τα σωματεία που έχουν συμμετάσχει στην πολύμηνη προετοιμασία της απεργίας αποφάσισαν την αναβολή της. Έτσι, και το ΣΒΕΜΚΟ αναβάλλει τη συμμετοχή του στην απεργία της 19ης Μάρτη 2020, μια απεργία βάσης που προετοιμάζεται εδώ και πολλούς μήνες από όλα τα σωματεία που έχουν συμμετάσχει, μια απεργία της οποίας τα διακυβεύματα ήταν, είναι και θα παραμείνουν εξαιρετικά σημαντικά. Οι διεκδικήσεις μας δεν είναι συμβολικές και δεν τους αναλογεί να κορυφωθούν σε μια πόλη φάντασμα, με τους περισσότερους από τους χώρους εργασίας μας κλειστούς ή με προσωπικό ασφαλείας.
Μια, λοιπόν, «πανδημία» έρχεται να αναδείξει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την σταθερά αυξανόμενη επίθεση που δέχονται η εργατική τάξη, οι πρόσφυγες και οι μετανάστριες, οι «άνθρωποι του περιθωρίου», εκείνοι και εκείνες που ονομάζονται «μη παραγωγικά μέλη» της κοινωνίας (ψυχικά νοσούντες, κρατούμενες, χρήστες, άστεγες, άνεργοι), που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο και αόρατοι για τον κρατικό μηχανισμό. Οι πολίτες της χώρας καλούνται να μπουν σε καραντίνα και δεν προβλέπεται τίποτα για τους ανθρώπους σε αστεγία ή, ακόμη, και τις γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που ζουν σε κακοποιητικά περιβάλλοντα και εξαναγκάζονται να συνυπάρχουν 24/7 με εκείνους που τις κακοποιούν.
Τη στιγμή που γράφεται το κείμενο, πολλοί από εμάς βρίσκονται σε καραντίνα, πολλές από εμάς φροντίζουν τα παιδιά τους που δεν πάνε σχολείο, πολλές από εμάς εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες σαν προσωπικό ασφαλείας, άλλες δεν εργάζονται και χάνουν μεροκάματα ή ξοδεύουν αναγκαστικά τις ετήσιες άδειές τους και πολλοί από εμάς ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Στη σημερινή, όμως, δυστοπική συνθήκη, δεν γίνεται να ξεχνάμε τις μετανάστριες που έχουν εγκλωβιστεί στις νεκρές ζώνες των ελληνοτουρκικών συνόρων, στα κέντρα κράτησης στα νησιά και την ηπειρωτική χώρα, στα κρατητήρια της Πέτρου Ράλλη, αλλά κι εκείνες που εκκενώνονται από καταλήψεις για να μεταφερθούν στις ήδη ασφυκτικά γεμάτες «δομές φιλοξενίας». Ως εργαζόμενες στις ΜΚΟ, βιώνουμε καθημερινά την επισφαλή επιβίωση των προσφύγων και μεταναστριών, η οποία σήμερα εντείνεται ακόμη περισσότερο μέσα σε ένα καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», με τη διαδικασία ασύλου να μπαίνει σε παύση χωρίς για αυτό να ενημερώνονται οι ίδιοι οι αιτούντες άσυλο, αυξάνοντας τον κίνδυνο παράτασης της κράτησή τους επ’ αόριστον. Ταυτόχρονα πολλοί και πολλές δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία και την περίθαλψη, με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας τους να είναι ήδη επιβαρυμένη, λόγω της παραμέλησης ιατρικών ζητημάτων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βιώνουμε το κράτος εξαίρεσης. Γνωρίζουμε πολύ καλά ως εργαζόμενοι ότι πάγια τακτική των κρατικών πολιτικών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να μετακυλίει την ευθύνη του στους πολίτες. Το ίδιο πράττει και τώρα, επικαλούμενο την ατομική ευθύνη, και τον επαγγελματισμό των εργαζόμενων στον τομέα της υγείας και της τροφοδοσίας (σουπερμάρκετ, φαρμακεία, πρατήρια βενζίνης, κούριερ και ντελίβερι). Το ίδιο κράτος που πρόσφατα απέλυσε χιλιάδες εργαζόμενων από τον τομέα της υγείας, ζητά τώρα από ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να «αυτοθυσιαστεί» και να ανταποκριθεί σε έκτακτες προκηρύξεις με ασφυκτικές προθεσμίες.
Σήμερα, και όχι για πρώτη φορά, αναδεικνύεται ξανά η σημαντικότητα της μη λήψης μέτρων για την προστασία των εργαζόμενων. Στην πραγματικότητα του δικού μας εργασιακού χώρου, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν πως και πολλά από τα αφεντικά των ΜΚΟ δεν είναι πρόθυμα να διαθέσουν τα απαραίτητα αυτά μέσα προστασίας για την ασφάλεια μας. Έτσι οι εργαζόμενες καταλήγουμε πολλές φορές να πληρώνουμε οι ίδιες για οποιοδήποτε απαραίτητο υλικό για την προσωπική μας προστασία. Ακόμη, οι εργαζόμενοι βρισκόμαστε πολύ συχνά σε χώρους όπου δεν ακολουθούνται οι οδηγίες προστασίας, ούτε για εμάς, ούτε για όσους εξυπηρετούμε. Μια άλλη κίνηση που επέλεξαν τα αφεντικά μας σε αυτήν την κρίσιμη συνθήκη και, προκειμένου να «ακολουθήσουν τις οδηγίες του Υπουργείου Υγείας και του ΕΟΔΥ», ήταν ο εξαναγκασμός πολλών να πάρουμε τις ετήσιες άδειές μας, είτε σε συνδυασμό με την λεγόμενη άδεια ειδικού σκοπού για να μείνουμε στο σπίτι με τα παιδιά μας, είτε για να διευκολυνθούν τα αφεντικά μας με λιγότερο συνωστισμό, παραμένοντάς ωστόσο standby ή on call για οτιδήποτε συμβεί. Γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι το χειρότερο μέτρο που έχει επιβληθεί, σε σχέση με εκείνες που δούλευαν ωρομίσθιες και χάνουν μεροκάματα επ’ αόριστον ή όσους εξαναγκάζονται σε υπερεργασία για να εξυπηρετηθούν «οι ανάγκες της αγοράς». Πέραν, όμως των «μέτρων προστασίας», ακόμη και αν προβλέφθηκε για εμάς τηλεργασία ή εργασία από το σπίτι, θα πρέπει να θυμόμαστε πως τέτοιου είδους μορφές εργασίας ήταν και παραμένουν εξαιρετικά ευέλικτες και εντατικοποιημένες. Καταργείται στην πράξη κάθε διάκριση μεταξύ κανονικής απασχόλησης και υπερωριακής απασχόλησης και υπονομεύονται με αυτόν τον τρόπο οι μισθολογικές απολαβές των εργαζομένων, με αποκλειστικά ωφελημένο τον εργοδότη.
Οι διεκδικήσεις μας δεν μπαίνουν σε παύση. Είναι διαρκείς, δυναμικές και αποτέλεσμα των διαδικασιών βάσης στις οποίες επιλέγουμε να συμμετέχουμε. Αγωνιζόμαστε καθημερινά, με τα προτάγματά μας να είναι πιο σημαντικά από ποτέ, με επαγρύπνηση ώστε το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» να μην γίνει μόνιμο: